Δεν ήθελε να απαντήσει, μα το τηλέφωνο συνέχιζε να χτυπά σαν τρελό. Ήξερε τι θα της έλεγε, το είχε ξανά δει το έργο. Δάκρυα, ικεσίες , συγνώμες που σβήνουν όπως τα σ'αγαπώ πάνω στην άμμο.
Όχι δεν θα τον άφηνε να μπει ξανά στην ζωή της. Τώρα που άρχισε να αναπνέει ξανά, τώρα που οι παλμοί της καρδιάς της έχουν βρει τον φυσιολογικό ρυθμό τους. Τώρα που έμαθε τα βράδια να αγκαλιάζει το μαξιλάρι και να κλαίει κρυφά μην την ακούσουν τ'αστρα και σβήσουν το φως που κοιτάζει......
Μήνυμα: Απάντησε μου σε παρακαλώ, το ξέρω πως το ακούς, ξέρω πως το κρατάς στα χέρια σου και το κοιτάζεις, απάντησε μου.
Πως είναι δυνατόν να την ξέρει τόσο καλά. Ήθελε να πετάξει το κινητό στον τοίχο. Να το ακούσει να σπάει σε κομμάτια με την ελπίδα πως έτσι δεν θα ακούσει την καρδιά της να φωνάζει.
Τόσες αναπάντητες κλείσεις, σαν τα "γιατί" που φώναζε όταν τον έβλεπε να φεύγει. Να απομακρύνεται από την ζωή της χωρίς να δώσει εξηγήσεις, -γιατί έτσι πρέπει της είχε πει Γιατί έτσι πρέπει κι εκείνη αφήνει το τηλέφωνο να χτυπά ξανά και ξανά.
Δεύτερο μήνυμα: Θέλω να σε δω, σε παρακαλώ μην μου το κάνεις αυτό. Αν μ'αγαπάς έστω και λίγο μην μου το κάνεις.
Μα πως τολμά να μιλά για αγάπη, τι ξέρει εκείνος από αγάπη. Πως τολμά κι εκείνη να μην απαντά; Πως αντέχει; Ναι τολμά όπως τόλμησε εκείνος να κλείσει πίσω του την πόρτα με θόρυβο. Ένα θόρυβο που τον ακούει ακόμη στα αφτιά της.
Ήθελε να απαντήσει, όχι για να τον ακούσει ούτε να του πει πως της λείπει, μα για να φωνάξει με όση δύναμη έκρυβε τόσο καιρό μέσα της. Σαν καζάνι που έβραζε. Να φωνάξει πως τον λυπάται. Ναι τον λυπάται, τίποτε δεν έμεινε να νιώσει γιαυτόν παρά οίκτο. Γιατί εκείνη,
έκλαψε,
πόνεσε,
λύγισε,
έσπασε ότι βρήκε μπροστά της.
Μα το ξεπέρασε.
Εκείνον,
τις αναμνήσεις,
τα χέρια του,
το άρωμα του,
την αγκαλιά του...
όλα ....
τα ξεπέρασε.
Το μόνο που έμαθε είναι πως εκείνη ξέρει να αγαπά και να τα δίνει όλα. Όσα έχει και όσα δεν έχει. Όλα, χωρίς να φοβάται μην μείνει άδεια. Όλα, γιατί στην αγάπη δεν χωράνε όρια ούτε "πρέπει".
Και τώρα έμεινε εκεί να κοιτάζει το τηλέφωνο και να σκέφτεται....
Του απάντησε με μήνυμα:
Φύγε... ξανά όπως τότε... ότι είχαμε το σκότωσες. Δεν έχω την δύναμη να ζωντανέψω κάτι που έχει πια πεθάνει. Δεν ξέρω και αν θέλω.... μην με ξανά πάρεις τηλέφωνο. Βαδίζω σε άλλα μονοπάτια πια....
Το τηλέφωνο σταμάτησε....
δάκρυα άρχισαν να κυλούν αυλακώνοντας το πρόσωπο της.
Δεν ήξερε γιατί έκλαιγε.... είχε υποσχεθεί να μην κλάψει ξανά.....
Σηκώθηκε βιαστικά, άνοιξε την πόρτα, βγήκε έξω και την έκλεισε δυνατά, για να ηχεί στα αφτιά της ο δικός της θόρυβος πια.
Ανέβηκε ξανά εκεί... εκεί που ξέρει πως θα βρει ξανά τον εαυτό της, εκεί που κρατά όλη την πόλη σε μια αγκαλιά.
εκεί που τα κοιτάζει όλα από ψηλά......
Ευχαριστώ ξανά τον protoplasto που στόλισε τόσο όμορφα τα λόγια με αυτό το βίντεο!!!
Μη με κοιτάςμες στα μάτια θα δεις μια αλήθεια κομμάτια, θα δεις καιό,τι σου κρύβω καιτο πολύκαιτο λίγο.
Μη με κοιτάςείναι ψέμα που μοιάζει τόσομε σένα. Πες μου όσα θες παραμύθια μ' αγάπησε με στ’ αλήθεια.
Διψάω για πατρίδα κιόχι μια απλή στεριά κι ας χάνω μια παρτίδα ζητάω κι άλλη μια. Τι να σου πω για μένα και να μη φοβηθείς τα φώτα είναι σβησμένα, δε θέλω να με δεις.
Λένε πως τα Χριστούγεννα ανήκουν στα παιδιά και έχουν δίκιο γιατί τις μέρες αυτές όλοι γινόμαστε παιδιά. Η πόλη σιγά σιγά φορά τα γιορτινά της, τα λαμπάκια φωτίζουν σε κάθε γωνιά, χρώματα κόκκινα και πράσινα ζωγραφίζουν τους δρόμους, τις πλατείες, τις βιτρίνες, όλα μοιάζουν γιορτινά και χαρούμενα ακόμη κι αν δεν είναι, τις μέρες αυτές τα κρύβουμε όλα σε παλιά συρτάρια και τα ξεχνάμε.
Τα Χριστούγεννα είναι....
αγκαλιές, απροσδόκητοι επισκέπτες και γράμματα από φίλους που έχουν χαθεί από καιρό. Καλό φαΐ, και η φωτιά στο τζάκι, τα γέλιακαι το σόι ( αυτό βέβαια δεν είναι πάντοτε καλό ;)) ) γλυκίσματα και παιχνίδια, λαμπάκια, αγγελούδια και κουλουράκια, φουσκωμένες Χριστουγεννιάτικες κάλτσες και οι τρειςμάγοι Κάλαντα και κεριά γιρλάντες και δώρα! Όμως, πάνω από όλα
τα Χριστούγεννασημαίνουν Αγάπη!!!
Αγάπη που τυλίγει την καρδιά μας, που μας γεμίζει και μας πλημμυρίζει....
Αυτές τις ώρες έκανε αγώνα να μη σκέφτεται και ν' αναρωτιέται αν έκανε καλά να διαλέξει αυτόν τον δρόμο. Αν τελικά αξίζει περισσότερο να ζεις πλάι σε κάποιον, όποιος κι αν είναι, να κινείσαι μέσα στους ήχους, ακόμα και κακόηχους, ενός άλλου, από το να μετεωρίζεσαι σ'αυτο το μαύρο τούνελ της νύχτας με το ανυπόφορο βόμβο της σιγαλιάς όπου τίποτα να μην επιβεβαιώνει ότι υπάρχει. Αν είναι αλήθεια πως δεν είμαστε παρά αντικατοπτρισμοί στα μάτια των άλλων, τότε εκείνη χωρίς καθρέπτες πως να σιγουρευτεί πως ζει απόψε; Νύχτες και νύχτες, χρόνια και χρόνια,
μια ζωή σχεδόν ζει χωρίς κάποιον μάρτυρα του ότι ζει.....
Σαν να μη σ' έχασα ποτέ, στήνω σκακιέρα να ξανακάνεις χίλια ματ στην ευτυχία σαν στρατιωτάκι σου έτοιμο για θυσία στα άγρια μεσάνυχτα σου λέω καλημέρα
Δωσ' μου φωνή δώσε μου χρώμα κι' όνειρο γίνε πλάνο μου πόσο μελό να γίνω ακόμα για να κολλήσεις πάνω μου...
Περπατώ στα μονοπάτια του μυαλού κι εκείνη με ακολουθεί, ακούω την ρυθμική αναπνοή της και εκείνον τον ανατριχιαστικό θόρυβο που αφήνουν τα βήματα της. Κάποιες στιγμές μου ψιθυρίζει, δειλά στην αρχή, για όσα άφησα πίσω μου. Γρατσουνά με τα νύχια της τις πληγές που ακόμη αιμορραγούν. Της φωνάζω να πάψει μα εκείνη καλύπτει την φωνή μου με την δική της.
Απόψε βρέχει,
τραβάω τις κουρτίνες και στέκομαι στο περβάζι, οι στάλες χορεύουν πάνω στους δρόμους γεμίζοντας μικρά ποτάμια που τρέχουν θαρρείς και προσπαθούν να προλάβουν κάτι. Μια μελωδία απλώνεται στον χώρο, απορροφώντας την εκκωφαντική σιωπή.
Κάποιος μου είχε πει πως έρχεται μια στιγμή που πρέπει να φύγεις. Ακόμη κι α αγαπάς πρέπει να φύγεις....
στα επίμονα "γιατί" μου δεν απάντησε ποτέ, με φίλησε βιαστικά και χάθηκε.
Την στιγμή που έξω η βροχή κάλυπτε την κραυγή μου και μούσκευε την ψυχή μου ως το μεδούλι.
Αστείες δικαιολογίες για εκείνους που δεν αγάπησαν ποτέ κι ας το είπανε χιλιάδες φορές.
Το μυαλό επαναστατεί... τραβάω την κουρτίνα, όχι δεν θέλω να βλέπω δεν θέλω να ακούω δεν θέλω να νιώθω πια...
Στην αποθήκη του μυαλού μου πέρασα διπλά λουκέτα, τα κλείδωσα όλα μέσα και έκρυψα το κλειδί...
Μια ρυθμική αναπνοή ακούγεται .... κι εκείνο το ανατριχιαστικό τρίξιμο που αφήνουν πίσω τους τα βήματα...
δεν θέλω να σ'ακούσω ξανά, θέλω να βάλω σε μια τάξη την ζωή μου.... φύγε σε παρακαλώ..... φύγε. Μα η ανάσα γίνεται πιο γρήγορη...
Δεν θα φύγει ποτέ.
Θα είναι πάντα δίπλα μου....
να μην συγχωρεί ποτέ τα λάθη μου. Να ξεθάβει νεκρές θύμησες, να σκαλίζει πληγές.
Θα είναι πάντα εκεί στιγμές που ο πόνος θα γίνεται ασήκωτο φορτίο,
να μου λέει πως φταίω ... πάλι φταίω...για όλα.
Πάντα θα μου δείχνει εκείνα που θέλω να ξεχάσω....
ο κρυφός εαυτός μου..... ο εκδικητικός εαυτός μου που πάντα στρέφεται εναντίον μου. Η κρυφή σκιά μου......
Μια αδέξια προσπάθεια ανταπόκρισης στο παιχνίδι που με κάλεσε η φίλη μου evaggelia-p. Η κρυφή μας σκιά, ο δεύτερος εαυτός μας.
Είναι σαββατόβραδο, πουθενά δεν πάω θέλω τόσο να σου πω, πόσο σ' αγαπάω Μόνη ελπίδα μου μείνε η ζεστή φωνή σου μα ψυχρά μου απαντά, ο τηλεφωνητής σου
Πάλι χτυπάνε καμπάνες για μας καμπάνες λύπης και όχι χαράς κι απόψε λείπεις κι αλλού αγαπάς άκου χτυπάνε καμπάνες για μας
Που να αφήσω απάντηση και τι να σου λέω γράφει η κασέτα σου σαν παιδί που κλαίω Μα σε ποια άλλη αγκαλιά να γυρίζεις φως μου και που ν’ αφήσω μήνυμα, μήνυμα προσκύνημα στους θεούς του κόσμου
Πάλι χτυπάνε καμπάνες για μας καμπάνες λύπης και όχι χαράς κι απόψε λείπεις κι αλλού αγαπάς άκου χτυπάνε καμπάνες για μας